- γυπώδης
- γυπώδης, -ες (Α)1. αυτός που μοιάζει με γύπα2. αυτός που έχει μύτη γαμψή σαν τού γύπα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυπώδεις — γυπώδης hooknosed masc/fem acc pl γυπώδης hooknosed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)